- κατευχῆς
- κατευχήprayerfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατευχή — κατευχή, ἡ (Α) [κατεύχομαι] προσευχή («ἀλλὰ κλύοντες μάκαρες χθόνιοι τῆσδε κατευχῆς», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek